Η ιστορία του οίκου ξεκινά το 1921 από τον Gucci τον Α’, τον Guccio Gucci και ένα μικρό κατάστημα με δερμάτινα είδη, μπότες και σέλες ιππασίας.

Ο εφευρετικός τότε επιχειρηματίας που φρόντιζε να έχει άριστη ποιότητα στα προϊόντα του επεκτείνει τον οίκο του 1930 σε παπούτσια, γάντια, και εσώρουχα. Μετά τον πόλεμο, τα Gucci items ξεχωρίζουν από τις πράσινες, κόκκινες και λευκές λωρίδες και το χαρακτηριστικό τότε λογότυπο του σχεδιαστή.

Το 1953 λίγα μόλις χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Guccio πεθαίνει και ο οίκος περνάει στα χέρια των τεσσάρων γιων του. Το λογότυπο GG δημιουργείται αλλά οι άπληστοι κληρονόμοι δίνουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν το όνομα του οίκου, σε όσους το πληρώνουν με αποτέλεσμα το 1980 να υπάρξει μια περίοδος παρακμής για τον διάσημο οίκο.

Το 1983, ο Maurizio κληρονόμησε το 50% του οίκου από τον πατέρα και εκεί ξεκίνησε μια λαμπρή πορεία, με ένα θανατηφόρο τέλος. Μέχρι τότε η βασική του σύμβουλος ήταν η Patricia, εξού και η γνωριμία τους, όπου είχε σχεδιάσει τότε την φανταχτερή συλλογή κοσμημάτων Oro Coccodrillo με τιμές τόσο υψηλές που ακόμα και ο οίκος αποκάλυψε ότι ήταν μια αποτυχία. Καθώς περνούσαν τα χρόνια, η ακόρεστη δίψα του Maurizio για εξουσία τον έκανε να αρχίζει να μισεί τις προτάσεις, τις συμβουλές και τις πιέσεις της γυναίκας του για το σχεδιαστικό και μη κομμάτι.

Ήθελε να είναι πρώτος και η φιλόδοξη Patricia να μην έχει κανένα ρόλο που να την κάνει να φαίνεται πιο έξυπνη από αυτόν. Αυτό σήμανε και την αρχή του τέλους για το γάμο τους.

Στο μεταξύ, η εταιρεία και ο οίκος χάνει εκατομμύρια υπό τον έλεγχό του και η προσωπική του περιουσία μειώνεται αισθητά. Όταν αποφάσισε να πουλήσει τον οίκο στην Investcop η Patricia έγινε έξαλλη κάτι που φάνηκε σε δηλώσεις της αργότερα «Δεν έπρεπε να μου το κάνει αυτό. Έχασε την οικογενειακή επιχείρηση. Ήταν ηλίθιο. Ήταν μια αποτυχία. Ήμουν θυμωμένη με τον Maurizio για πολλά, πολλά πράγματα εκείνη την εποχή».

Η Patricia γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη έξω από το Μιλάνο από μια οικογένεια μέσο-αστών που αργότερα πλούτισαν. Υπήρξαν πλούσιοι για ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους, αλλά δεν ανήκαν στην υψηλή κοινωνία του Μιλάνου λόγω των επαγγελμάτων τους, καθώς η μαμά της ήταν σερβιτόρα και ο μπαμπάς της οδηγός φορτηγών. Ως νεαρή της άρεσαν τα ωραία πράγματα – ο πατέρας της την είχε καλομάθει με βιζόν και γρήγορα αυτοκίνητα – κι έτσι βρήκε το δρόμο της στο κοινωνικό κύκλωμα της Ιταλικής ελίτ. Σε ένα πάρτι της Ιταλικής αφρόκρεμας γνώρισε τον Maurizio και ερωτεύτηκαν τρελά.

Παντρεύτηκαν το 1972 όταν ήταν και οι δύο γύρω στα 24. Ο γάμος προκάλεσε ρωγμές στη σχέση του Maurizio με τον πατέρα του Rodolfo, έναν από τους γιους του Guccio Gucci, ο οποίος απεχθανόταν το κοινωνικό υπόβαθρο της Patricia και τον ισχυρό της χαρακτήρα που χάρισε στο γιό του αυτοπεποίθηση και ελευθερία. Όταν έκαναν το πρώτο τους παιδί, την Αλεξάνδρα, ο παππούς μαλάκωσε και γέμισε το ζευγάρι δώρα, όπως ένα πολυτελές ρετιρέ στο Olympic Tower της Νέας Υόρκης.

Το ζευγάρι κυκλοφορούσε, έκανε εκκεντρικές εμφανίσεις στο Manhattan ενώ έκαναν παρέα με την Τζάκι Ωνάση και το Αμερικανικό τζετ-σετ κάθε φορά που ήταν όλοι στην πόλη. Η δεκαετία του ’80 πέρασε μέσα σε ξέφρενα πάρτι, στα οποία η διακόσμηση, τα ρούχα και τα φαγητά είχαν το ίδιο χρώμα.

Η γέννηση της δεύτερης κόρης τους Allegra συνοδεύτηκε από την αγορά του γιοτ «Creol», ενός ξύλινου σκαριού 64 μέτρων και το οποίο εξακολουθεί και σήμερα να ανήκει στη δεύτερη κόρη του ζευγαριού. H δόξα και οι γνωριμίες έφεραν και μεγάλα πλούτη για τον οίκο αφού ο Maurizio άρχισε να συενργάζεται με μεγάλα ονόματα της μόδας όπως ο Giafranco Ferre, o Gianni Versace και πολλοί ακόμα.

Το ζευγάρι κολυμπούσε πλέον σε ένα γοητευτικό κόσμο απληστίας, υπερβολής και αφθονίας που διαλύθηκε βίαια μετά το χωρισμό τους και γιατί η Patricia δεν μπορούσε να αντέξει τη σκέψη μιας άλλης γυναίκας να παίρνει τη δύναμη, το καθεστώς και τα χρήματα που «είχε κερδίσει». Ο Gucci δραπέτευσε κυριολεκτικά από την οικογενειακή βίλα το 1991 λέγοντας ότι έφευγε για επαγγελματικό ταξίδι. Αντ ‘αυτού μετακόμισε με την ερωμένη του Paola Franci με την οποία ήταν μαζί μέχρι τη δολοφονία του σε ένα πολυτελές διαμέρισμα στην Corso Venezia. Η Franci ήταν βέβαιο πως δεν τον ήθελε για τα χρήματά του, αφού είχε αφήσει ένα σύζυγο πιο πλούσιο από αυτόν και έτσι το διαζύγιο με την Patricia ήρθε πολύ σύντομα με την ίδια να διεκδικεί περιουσία ύψους περίπου 3.000.000 ευρώ και 700.000 επιπλέον ετησίως, όπου απέρριψε και κατέληξε τελικά σε μια καλύτερη συμφωνία.

Η Patricia τρελαίνεται και αρχίζει να εξαπολύει απειλές ενάντια του ζευγαριού, των παιδιών της και να κατηγορεί τον Maurizio για κάθε κακό που έχει επέλθει στο σπιτικό και τα λεφτά της. Έτσι, είπε οριστικά αντίο στην απληστία, τα πλούτη και την καλό βολεμένη ζωή.

Στις 27 Μαρτίου 1995, ο Maurizio Gucci δολοφονήθηκε μπαίνοντας στο γραφείο του. Αρχικά, η αστυνομία θεώρησε ότι η δολοφονία του συνδεόταν είτε με οικογενειακές διαμάχες των Gucci, είτε με τους δεσμούς του με πρόσωπα του υποκόσμου που είχε γνωρίσει στο καζίνο. Μετά το θάνατό του η Patricia ήταν πολύ «απρόσεκτη» λέγοντας σε φίλους και ακόμη και δημοσιογράφους ότι τον ήθελε νεκρό στρέφοντας έτσι τα φώτα πάνω της σαν πρώτη βασική ύποπτος.

Την επόμενη της δολοφονίας του, έκανε έξωση στην Franci να αφήσει το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τον Maurizio, και εγκαταστάθηκε εκεί με τις κόρες της. Τα έγγραφα της έξωσης, όπως αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο, τα είχε συντάξει τρεις ώρες μετά το θάνατο του πρώην άντρα της. Η μαύρη χήρα έζησε με πολυτέλεια για τα επόμενα δύο χρόνια, έως ότου ένας από τους συνεργούς της καυχήθηκε για τη δολοφονία σε λάθος άτομο. Αυτό το άτομο ενημέρωσε την αστυνομία και άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι των προσώπων που ήταν αναμεμειγμένα στη δολοφονία του πρώην άντρα της.

Η Patricia Regianni Gucci κατηγορήθηκε για την οργάνωση της δολοφονίας του άντρα της που μάλιστα ήθελε να γίνει γρήγορα πριν προλάβει το ζευγάρι Gucci – Franci να παντρευτούν. Ήταν ύποπτη από την αρχή αλλά τελικά η αστυνομία έφτασε στην πόρτα της δυο χρόνια μετά το έγκλημα παρόλο που εκείνη προσπάθησε να διαφύγει με την βοήθεια φίλης της. Όταν συνελήφθη, η αστυνομία έπρεπε να την περιμένει να ντυθεί και να βάλει το γούνινο παλτό της.

Στο δικαστήριο η Patricia παραδέχτηκε ότι πλήρωσε την Auriema περίπου 250.000 ευρώ, αλλά αρνήθηκε ότι ήταν για τη δολοφονία. «Ποτέ μην αφήσεις ούτε μια φιλική αλεπού στο κοτέτσι. Κάποτε θα πεινάσει», είπε στους δικαστές. Και οι πέντε που συμμετείχαν στο σχέδιο δολοφονίας κρίθηκαν ένοχοι χωρίς να μπορούν να πληρώσουν το παραμικρό χρηματικό ποσό.

Η πρώην σύζυγος του Maurizio Gucci, Patricia Regianni, καταδικάστηκε σε 29 χρόνια φυλάκισης.  Tο 2000 οι συνήγοροί της προσπάθησαν ματαίως να τη βγάλουν ψυχικά διαταραγμένη ενώ οι δυο κόρες της ήταν δίπλα της σε όλη τη διάρκεια της δίκης και τελικά αυτές είναι οι κληρονόμοι της μεγάλης περιουσίας του πατέρα τους.

Ακολουθήστε το YourTipster.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τα νεότερα του lifestyle κόσμου.