Ο Κωνσταντίνος Εφραιμίδης, πατέρας δύο παιδιών, μοιράζεται τις σκέψεις του μέσα από το dadrules.gr. Εμείς ξεχωρίσαμε το παρακάτω κείμενο που αφορά τον «πατέρα του 21ου αιώνα»:

 

Όλο και πιο συχνά, οι ερωτήσεις των γονιών στις σχολικές συγκεντρώσεις περιστρέφονται γύρω από ένα ζήτημα: ποιος είναι ο αρχηγός της οικογένειας του 21ου αιώνα; Η αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του πατέρα, κάτι που θα ήταν αδιανόητο τη δεκαετία του 1950, ακόμα και του 1980, σήμερα είναι θέμα που μπαίνει χωρίς δισταγμό στο τραπέζι.

Προσφάτως, οι New York Times σε κεντρικό τους αφιέρωμα με τίτλο «Σε τι χρησιμεύουν οι πατέρες;», επιχείρησαν να επανεξετάσουν το ρόλο του πατέρα σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από εκείνον που ξεπήδησε μέσα από τα συντρίμμια του μεγάλου πολέμου πριν από εβδομήντα χρόνια. Αφορμή για το δημοσίευμα αποτέλεσε εκτεταμένη έρευνα του ανεξάρτητου ιδρύματος μελετών Pew Research Center, που συμπέρανε ότι στο 40% των νοικοκυριών στην Αμερική οι γυναίκες προμηθεύουν το κύριο εισόδημα.

Αν, όπως λέει ο Λακάν, ο πατέρας είναι αυτός που το παιδί εσωτερικεύει ως φορέα του νόμου και της προστασίας του, τότε στις σημερινές συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και εργασιακής ανασφάλειας, αλλά και της παντοδυναμίας του νάρκισσου και μισογύνη Τραμπ, το κλασικό πατρικό μοντέλο «πρέπει να επαναδιευρυνθεί και να επανακαθοριστεί», όπως προτείνει ο καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο και επιστημονικός σύμβουλος της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας (ΕΠΑΨΥ), Στέλιος Στυλιανίδης: «Διότι οι κοινωνικές αλλαγές επηρεάζουν βαθύτατα την πατρική λειτουργία».

 

Οικογενειακοί κύκλοι
Πριν από εξήντα χρόνια, ο ρόλος του πατέρα «τελείωνε στο κατώφλι του σπιτιού του», εξηγεί ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Κώστας Γκοτζαμάνης, συγγραφέας του βιβλίου«Μεγαλώνοντας με το παιδί μου». «Ερχόντουσαν στο γραφείο και δεν ήξεραν ούτε τι τάξη πήγαινε το παιδί τους. Τους διόρθωνε η μαμά μπροστά μου». Ο πατέρας είχε αναλάβει τον βιοπορισμό της οικογένειας και αυτό θεωρούνταν αρκετό.

Το συγκεκριμένο μοντέλο, πιο έντονο αρχικά στην επαρχία, μεταφέρθηκε και στην πόλη, με τη μεγάλη αστική μετανάστευση του 1950 και 1960. Ωστόσο, η αστυφιλία είχε και το αντίθετο αποτέλεσμα: οι γυναίκες, που έμειναν στο σπίτι για λίγο καιρό μετά την εγκατάστασή τους στις αστικές περιοχές, σύντομα εισχώρησαν στον εργασιακό χώρο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν άρχισαν να πλειοψηφούν στα πανεπιστήμια, σημειώθηκε συμπτωματικά σταδιακή πτώση των γεννήσεων, όπως παρατηρεί ο Κώστας Γκοτζαμάνης.

Τα νούμερα επικυρώνουν την αιτιακή σχέση: το 1950 σημειώθηκαν 151.134 γεννήσεις, το 1980 έπεσαν στις 148.134 και το 2015 στις 91.847 πανελλαδικά. Η γυναίκα εγκατέλειψε το οικογενειακό βασίλειο για να εφορμήσει στις επιχειρήσεις, σε επιτυχημένες καριέρες και παράλληλα με το άλλο φύλο, πάλεψε να αναδυθεί. Ο άνδρας από τη μια φάνταζε λιγότερος όταν συγκρινόταν με τα παλαιότερα πρότυπα του ανδρισμού και από την άλλη έπρεπε να αποδεχθεί την ανάδυση της γυναίκας, να ξεπεράσει την ανασφάλεια ότι η καταξίωσή της θα τον καταπόντιζε. Οι γυναίκες υπερφορτώθηκαν με τον διπλό ρόλο της εργαζόμενης μητέρας και νοικοκυράς, αφού δεν αποδέχονταν και τον άνδρα βοηθό μέσα στο σπίτι. «Η σύζυγος διαμαρτυρόταν ότι ο άνδρας της δεν ξέρει να πλένει πιάτα ενώ ο ίδιος θα μπορούσε να πλένει χίλια πιάτα ως μετανάστης στην Αμερική», παρατηρεί ο κ. Γκοτζαμάνης.

Σήμερα πλέον έχουν βάλει και οι δύο νερό στο κρασί τους, αφού και τα δύο εισοδήματα κρίνονται απαραίτητα για μία οικογένεια. Παγκόσμια έρευνα της εταιρείας Ernst&Young συμπεραίνει ότι για κάθε παιδί της γενιάς του 2000 υπάρχουν διπλάσιες πιθανότητες να αντιστοιχεί ένας σύντροφος που εργάζεται (78%) σε σύγκριση με τις παλιότερες γενιές του 1950 και 1960 (47%). Σε έρευνα του πανεπιστημίου της Βοστώνης του 2011 με τίτλο «Ο νέος πατέρας: Παρών, αφοσιωμένος διχασμένος», τα δυο τρίτα των πατεράδων του δείγματος απέδωσαν ισάξια σημασία στον ρόλο τους ως γονέα και ως βιοποριστή. Στην Ελλάδα, υπάρχουν 18.354 μονογονεϊκές οικογένειες με πατέρα ως κύριο φροντιστή των τέκνων. Από αυτές, οι 5.863 εντοπίζονται στην περιφέρεια της Αττικής (ΕΛΣΤΑΤ).

«Φαίνεται ότι κάτι αλλάζει, χωρίς βέβαια να αποτελεί κυρίαρχη τάση», δηλώνει ο Κώστας Γκοτζαμάνης. «Οι γυναίκες μοιάζουν πιο έτοιμες να δεχτούν τους άνδρες στο σπίτι κι εκείνοι συναισθηματικά πιο ώριμοι να μπουν στην καθημερινότητα της οικογένειας χωρίς να νιώθουν υποτιμημένοι από την εμπλοκή τους».

 

Και στον καναπέ του θεραπευτή
Η εμφάνιση ενός πιο “ενεργού” πατέρα αποδεικνύεται και από τη μεγαλύτερη προθυμία του να καταφύγει στην ψυχοθεραπεία, κάτι που προϋποθέτει να αισθάνεται κανείς αρκετά δυνατός ώστε να παραδεχτεί την ευαλωτότητά του. «Πράγμα που για μένα αποτελεί ελπιδοφόρο γεγονός», συνεχίζει ο Κώστας Γκοτζαμάνης, ο οποίος συστηματικά (και μάλλον ως πρωτοπόρος) οργανώνει ομάδες μόνο με άνδρες.

«Είμαι 36 χρόνια γιατρός και έχουν περάσει από μπροστά μου γενιές γονιών και παιδιών, οπότε έχω μια καλή εικόνα της ελληνικής οικογένειας και διακρίνω τη δυναμική εξέλιξή της. Εμείς δεν έπρεπε ούτε να κλαίμε ούτε να φοβόμαστε. Αυτός ήταν ενδεχομένως και ένας από τους λόγους που ζούσαμε λιγότερα χρόνια. Όλη αυτή η πίεση –μη τυχόν και σπάσεις! Και απέναντί μας η γυναίκα να απαιτεί να της πούμε πώς αισθανόμαστε –αφού δεν ξέραμε! Τώρα ο άνδρας αρχίζει να καταλαβαίνει πώς νιώθει και ύστερα να το μοιράζεται χωρίς ταμπού, φόβο και πάθος. Η επαφή με το συναίσθημα και το μοίρασμά του, ωφελεί την υγεία του. Τώρα οι άνδρες γνωρίζουν πράγματα που παραδοσιακά μετέφερε η γυναίκα στο γιατρό. Μπαίνουν στα βαθιά, μιλούν εμπεριστατωμένα για τον συναισθηματικό κόσμο τους. Εγκαταλείπουν τους αφορισμούς και την καχυποψία, ανακαλύπτουν την αξία του διαλόγου, της συνεργασίας».

Σήμερα ο κ. Γκοτζαμάνης διατηρεί μία ομάδα που απαρτίζεται από επτά άνδρες (τριάντα πέντε έως πενήντα ετών), που έχουν όλοι παιδιά σχολικής ηλικίας. Ισως δημιουργήσει μία νέα ομάδα για πατέρες αγοριών στη μετεφηβική ηλικία και ακόμη μία για πατέρες με παιδιά στην προσχολική. Πάντως, «οι ανάγκες υπαγορεύουν τη σύσταση των ομάδων».

 

Η αξία της διαπραγμάτευσης
Μια γεύση από τα θετικά αποτελέσματα της θεραπείας στους άνδρες δίνει ο κ. Γκοτζαμάνης με ένα παράδειγμα: Ένας πατέρας προσφέρει λουλούδια στη σύζυγό του για τα γενέθλιά της. Ανακοινώνει και τα σχέδιά του για το βράδυ, μία έξοδο στο θέατρο και αργότερα δείπνο σε εστιατόριο. Όμως εκείνη απαντάει έξαλλη: «Είσαι τρελός; Αύριο δίνει εξετάσεις ο γιος μας κι εμείς θα το διασκεδάσουμε;». Ο σύζυγος δεν αντιδρά και πηγαίνει στο γραφείο του, όπου τον περιμένει μια δύσκολη μέρα. Ξαφνικά λαμβάνει ένα επιθετικό μήνυμα από τη σύζυγό του ότι δεν περίμενε τέτοια αναισθησία, να στεναχωριέται το παιδί και αυτός να έχει στο νου τη διασκέδαση. Δεν απαντάει εν θερμώ στο μήνυμα. Σκέφτεται και μελετάει τα λόγια της συζύγου του. Άραγε έχει δίκιο; Γιατί να στεναχωριέται το παιδί; Ζητάει από τον γιο του που μελετάει στο σπίτι να συναντηθούν για καφέ.

Τον ρωτάει γιατί στεναχωριέται και εκείνος απαντάει ότι δεν πρόκειται για στεναχώρια αλλά για αγωνία, σαν να προετοιμάζεται για αγώνες στίβου. «Πάντως να ξέρεις ότι εγώ νομίζω ότι έκανες την προσπάθειά σου και μπράβο σου. Χάρηκα που το είδα αυτό. Και αν χρειαστεί να ξαναδώσεις, δεν θα έρθει το τέλος του κόσμου», υπογραμμίζει ο πατέρας. Και τότε ο γιος αναφέρει τα λόγια της μητέρας, που του είχε πει για την υποτροφία του μπαμπά του. «Η μαμά όμως δεν σου είπε ότι αναγκάστηκα να δώσω δύο φορές για να μπω στη σχολή που ήθελα. Την πρώτη φορά που απέτυχα έπρεπε να πάρω τη δύσκολη απόφαση, αν θα πήγαινα στη δεύτερη επιλογή ή αν θα ξαναπροσπαθούσα…»

«Αν τελικά ο γιος ένιωσε ότι ο πατέρας του τον στήριξε», διευκρινίζει ο Κώστας Γκοτζαμάνης, «ήταν επειδή αποκάλυψε την αποτυχία του». Επιπλέον, έδωσε χρόνο στον εαυτό του, η οργή να ωριμάσει σε σκέψη. Έτσι, είχε την ευκαιρία να μάθει από τον γιο του ότι η σύζυγός του λέει καλά λόγια για αυτόν. Επέστρεψε σπίτι μαλακωμένος, πιο έτοιμος ακόμη να συζητήσει μαζί της με άλλους όρους. «Το κλειδί δεν βρίσκεται στο τι θα πω, αλλά στο πόσο δουλεμένος είμαι με τα συναισθήματά μου για να μπορέσω να δράσω διαφορετικά», συνεχίζει ο ειδικός. «Να μην τοποθετήσω αμέσως τον άλλο στη θέση του εχθρού αλλά του αέναου συνεργάτη. Να αναβάλω τη λύση, να αντέξω να την αφήσω να εκκρεμεί», καταλήγει ο Γκοτζαμάνης.

 

Διάβασε τη συνέχεια εδώ.