Το Mega ήταν η αρχή και το τέλος μιας εποχής για το μέσο που λέγεται «τηλεόραση» στη χώρα μας. Ήταν το πρώτο ιδιωτικό κανάλι που εξέπεμψε στην Ελλάδα και το μόνο που είχε για πολλά χρόνια μια «αθωότητα».

Χωρίς την ομπρέλα του κράτους και, κυρίως, χωρίς τον βραχνά της μετρήσεως τηλεθέασης, ήταν και (θα είναι για πάντα πλέον) το κανάλι που «δούλευε» για τους τηλεθεατές. Για πολλά χρόνια ούτε καν οι μεγάλοι μέτοχοι δεν ασχολούνταν με το πρόγραμμα-υλικό του καναλιού. Έπαιρναν τα χρήματά τους από τη διαφήμιση και αφού ήταν ευχαριστημένοι με τη συνεχή άνοδο των εσόδων, άφηναν αυτούς που έπρεπε να κάνουν τη δουλειά τους. «Αυτοί», όμως, που έφτιαχναν το πρόγραμμα ήταν αυτοί που «έπρεπε» πραγματικά. Άνθρωποι που είχαν αγάπη για τη δουλειά τους, όραμα και, κυρίως, αισθητική.

Από αυτά που βλέπαμε κρίνοντας, ήθελαν ότι έβγαινε στις οθόνες μας να μας πάει κάπου καλύτερα… Να γελάσουμε με πιο σύγχρονο χιούμορ, να δακρύσουμε με δυνατές ιστορίες που συναγωνίζονταν το σινεμά, να ακούσουμε με σύγχρονο τρόπο τις ειδήσεις και να ψυχαγωγηθούμε με πραγματικά δουλεμένες εκπομπές.

Το «Μεγάλο Κανάλι» είχε αυτό που λέμε τους «κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις». Είτε τυχαία, είτε όχι, αυτή ήταν και θα παραμείνει για πάντα μια ομάδα που συναντήθηκε και έφτιαξε μια τηλεόραση που έκανε τους τηλεθεατές να δουν πράγματα που τους «προχώρησαν» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σχεδόν οι περισσότεροι από τους επαγγελματίες της χρυσής εποχής του Mega είχαν ένα κοινό στοιχείο. Είχαν γνώσεις, πάθος, τόλμη και τρέλα που ήταν πάνω από το «μέσο όρο». Αυτό ήταν και το «γκάζι» για να δούμε σίριαλ με ιστορίες που ήταν «ανήκουστες», ρόλους που ήταν «επικίνδυνοι», παρουσιάσεις που έπαιζαν με τα «όρια». Αυτά όλα γεννήθηκαν γιατί τα άτομα που τα επέλεγαν, τα δούλευαν και τα έκαναν τηλεοπτικό προϊόν ήταν απελευθερωμένα, μορφωμένα και είχαν μια οπτική για τη ζωή που δεν ήταν μικροαστική και «ασφαλής» απέναντι στο «κοινά αποδεκτό».

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και ήταν στελέχη, εργαζόμενοι ή δημιουργοί τις χρυσής εποχής του καναλιού, ήταν άνθρωποι με παιδεία, δυναμική, τόλμη και είχαν τα μάτια τους ανοιχτά στο καινούριο. Ήταν οι σκέψεις, η αισθητική και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων του αυτό το κανάλι. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι εργάστηκαν κυρίως την πρώτη δεκαετία του καναλιού, εκεί έκαναν τις καλύτερες δουλειές τους. Εκεί υπήρχε το περιβάλλον να «ανθήσει» το ταλέντο, εκεί όμως υπήρχαν και οι σωστές συμβουλές. Και αυτοί που συμβούλευαν έχαιραν σεβασμού όχι λόγω θέσης αλλά λόγω αληθινού κύρους. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που ένα κανάλι συγκέντρωσε ένα τόσο δημιουργικό ανθρώπινο δυναμικό και το άφησε να ρισκάρει και να δημιουργήσει.

Από τη στιγμή που οι μετρήσεις της τηλεθέασης έφυγαν από τα γραφεία του διαφημιστικού τμήματος και έφτασαν να απασχολούν τους δημοσιογράφους και τους δημιουργούς ξεκίνησε η πτώση. Διότι όταν βάζεις τον «μέσο όρο» να σου καθορίσει την ψυχαγωγία και την ενημέρωση, είναι σα να βάζεις την «κυρα Κατίνα» να σου κάνει επιμέλεια σε μια έκθεση τέχνης. Θα καταλήξεις να έχεις στην γκαλερί, τον «Γέρο με το τσιμπούκι», την «Τσιγγάνα με το ντέφι» και μερικές αγιογραφίες…

Δυστυχώς, αυτό το τόσο φιλόδοξο και αγαπημένο κανάλι άρχισε να χάνει τη δύναμή του όταν αναγκάστηκε να ακούσει τον «μέσο τηλεθεατή». Διότι πάντα φανταζόταν έναν «καλύτερο» τηλεθεατή και γι’ αυτόν δούλευε. Και έτσι και ο τηλεθεατής γινόταν καλύτερος.

Αυτό νιώθουμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, όλοι τώρα που είδαμε το μαύρο του Mega στις οθόνες μας. Ότι μια εποχή που η τηλεόραση είχε την τρέλα, τη σοβαρότητα, την αισθητική, την αθωότητα και τη φιλοδοξία να κάνει κάτι «καλύτερο» δεν είναι πια εδώ. Τώρα για το υλικό της τηλεόρασης μας αποφασίζει ο απρόσωπος «μέσος όρος». Αυτός που θα αγοράσει και το φτηνό σαμπουάν που θα δούμε στις διαφημίσεις. Αυτός που, τελικά, θα διορίσει ένα μέτριο στέλεχος στο κανάλι που δεν θα ντρέπεται όταν θα λέει «μα το φτηνό σαμπουάν μας ταΐζει, όχι η εκπομπή, η σειρά, οι ειδήσεις».

Διάβασε επίσης:

Η τηλεθέαση θέλει λάθος τρόπους ακόμα κι αν λες τα σωστά

My Style Rocks: Όταν παίρνεις σοβαρά τον εαυτό σου και όχι αυτό που κάνεις

Nomads 2: Το χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης κούρασης